- ἑπτάγωνος
- ἑπτάγωνοςheptagonalmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επτάγωνος — η, ο (AM ἑπτάγωνος, ον) αυτός που έχει επτά γωνίες νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. τὸ επτάγωνο γεωμετρικό σχήμα με επτά πλευρές και επτά γωνίες αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑπτάγωνα είδος μουσικών οργάνων … Dictionary of Greek
επτάγωνος — η, ο 1. που έχει εφτά γωνίες. 2. το ουδ. ως ουσ., επτάγωνο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑπτάγωνον — ἑπτάγωνος heptagonal masc/fem acc sg ἑπτάγωνος heptagonal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑπταγώνου — ἑπτάγωνος heptagonal masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑπταγώνους — ἑπτάγωνος heptagonal masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑπταγώνων — ἑπτάγωνος heptagonal masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑπτάγωνα — ἑπτάγωνος heptagonal neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑπτάγωνοι — ἑπτάγωνος heptagonal masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Heptágono — (Del gr. hepta, siete + gonia, ángulo.) ► adjetivo/ sustantivo masculino GEOMETRÍA Se aplica al polígono que tiene siete lados y siete ángulos. * * * heptágono, a (del lat. «heptagōnum», del gr. «heptágōnos», de siete ángulos) 1 adj. Geom. De… … Enciclopedia Universal
επτά — και εφτά (AM ἑπτά) (απόλ. αριθμ.) 1. ο αριθμός που αποτελείται από έξι συν μία μονάδες, ο μεταξύ τού έξι και τού οκτώ 2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει απροσδιόριστο πλήθος, αμέτρητες φορές (α. «στό είπα εφτά φορές» β. «ὁ γὰρ ἑπτά ἀριθμός παρὰ τῇ … Dictionary of Greek